συνδαύλιση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συνδαυλίζω, ανασκάλισμα τής φωτιάς προκειμένου να αναζωπυρωθεί 2. μτφ. αναμόχλευση, αναζωπύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνδαύλισις, μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
αναπιάνω — και ανεπιάνω 1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου 2. βοηθώ 3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό 4. αρχίζω κάποιο έργο 5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω 6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω 7.… … Dictionary of Greek
δαυλιάζω — 1. μετακινώ τα δαυλιά για να αναζωπυρωθεί η φωτιά, συνδαυλίζω 2. καίω, μετατρέπω σε δαυλό («φωτιά να σε δαυλιάσει») … Dictionary of Greek
συδαυλίζω — Ν βλ. συνδαυλίζω … Dictionary of Greek
συμπάλλω — και συμπέλλω Ν συμπαίνω, συνδαυλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πάλλω «κινώ, σείω»] … Dictionary of Greek
συμπάω — και συμπώ Ν 1. συνδαυλίζω τη φωτιά 2. μτφ. υποβοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] … Dictionary of Greek
συνδαυλισμός — ο, Ν [συνδαυλίζω] συνδαύλιση … Dictionary of Greek
συνδαυλιστήριο — το, Ν όργανο με το οποίο γίνεται συνδαύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. σκαλισ τήρι[ο])] … Dictionary of Greek
συνδαυλιστής — ο, Ν [συνδαυλίζω] 1. αυτός που ανασκαλεύει τη φωτιά για να δυναμώσει 2. μτφ. αυτός που αναμοχλεύει παλιά ή και ξεχασμένα πάθη … Dictionary of Greek